Πόσο συναισθηματική είναι η διατροφή σας;
Είναι πολλοί εκείνοι που δεν καταφέρνουν να αδυνατίσουν ή να διατηρήσουν την απώλεια κιλών, ακόμα κι όταν έχουν κάθε καλή διάθεση να ακολουθήσουν τις οδηγίες του ειδικού. Η αιτία μπορεί να βρίσκεται στο πρόβλημα της συναισθηματικής διατροφής: αντί να λύνουμε τα προβλήματα μας, τα "τρώμε". Άλλοι πάλι ανταμείβουν τον εαυτό τους σε χαρά ή μετά από μια κουραστική μέρα με πολύ και λιπαρό φαγητό Είναι ένα φαινόμενο πολύ διαδεδομένο, ιδιαίτερα ανάμεσα στις γυναίκες.Τα άτομα που αντιμετωπίζουν την συναισθηματική διατροφή, έχουν:
α)Συχνά υπερφαγικά επεισόδια, κυρίως μετά από δυσφορική διάθεση. Τα υπερφαγικά επεισόδια χαρακτηρίζονται από κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού, χωρίς ηρεμία, συχνά όρθιοι μπροστά στο ψυγείο, με εναλλαγές αλμυρού-γλυκού.
β)Μειωμένο αυτοέλεγχο. Νοιώθουν ότι δεν μπορούν να σταματήσουν την κατανάλωση του φαγητού ή ότι δεν μπορούν να ελέγξουν τι και πόσο θα φάνε.
Μερικές ενδείξεις ότι μπορείτε να χάνετε κι εσείς τον έλεχγο είναι:
-τρώτε με γρήγορο ρυθμό.
-συνεχίζετε να τρώτε ακόμα κι όταν νοιώθετε χορτάτοι.
-τρώτε μεγάλες ποσότητες χωρίς να υπάρχει σωματική πείνα.
-νοιώθετε ενοχές, κατάθλιψη, ακόμα και αηδία με τον εαυτό σας μετά το υπερφαγικό επεισόδιο.
Επειδή λοιπόν τα αίτια που οδηγούν στην συχνή κατανάλωση φαγητού είναι συνήθως συναισθηματικά, χρησιμοποιείται ο όρος συναισθηματική διατροφή. Τα πιο συνηθισμένα συναισθήματα που οδηγούν στην κατανάλωση φαγητού είναι: μελαγχολία, θυμός, άγχος, μοναξιά, και ανία.
Τα άτομα με συναισθηματική διατροφή είναι, κατά μέσο όρο, πιο υπέρβαροι κι έχουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις βάρους. Οι περισσότεροι προσπαθούν χρόνια να ακολουθήσουν δίαιτες. Μερικοί συνεχίζουν ακόμα, ενώ άλλοι έχουν πλέον σταματήσει έχοντας απογοητευθεί. Πολλές φορές οι ίδιες οι στερητικές δίαιτες οδηγούν στα πρώτα υπερφαγικά επεισόδια.
Συγκριτικά με άλλους, τα άτομα με συναισθηματική διατροφή αντιμετωπίζουν συνήθως περισσότερα προβλήματα με τις κοινωνικές και διαπροσωπικές τους σχέσεις, ενώ δυσκολίες υπάρχουν και στον επαγγελματικό τομέα. Επιπλέον, έχουν αυξημένα κρούσματα κατάθλιψης, άγχους, χαμηλής αυτοεκτίνηση και αυτοπεποίθησης, αυξημένες σωματικές ανησυχίες και είναι περισσότερο ευαίσθητοι.
Η αρχή της θεραπείας ξεκινά με την παρακολούθηση της διατροφικής συμπεριφοράς. Σημειώνουμε την ώρα του φαγητού, τα γεγονότα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που οδηγούν στην κατανάλωση φαγητού, τις συμπεριφορές και τις πράξεις μετά το φαγητό(πχ. πρόκληση εμετού που συμβαίνει στην βουλιμία).Με αυτό το τρόπο μαθαίνουμε τις συγκεκριμένες καταστάσεις και συναισθήματα που οδηγούν στην κατανάλωση φαγητού. Επίσης μαθαίνουμε αν υπάρχει ειδικός συνδυασμός φαγητού-συναισθήματος. Ύστερα μέσα από μια διαδικασία αυτοψυχοθεραπείας ή με τη βοήθεια κάποιου ειδικού αποκόπτουμε αυτόν το σύνδεσμο με τη συνειδητοποίηση ότι το ακατάστατο φαγητό δε μας λύνει το πρόβλημα αντιθέτως το επιβαρύνει και οδηγούμαστε στην τροποποίηση της διατροφικής μας συμπεριφοράς βρίσκοντας άλλους τρόπους να ικανοποιούμε να χαλαρώνουμε και να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας . Τέλος μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε την σωματική από την συναισθηματική πείνα.
Επιμέλεια:Κατερίνα Ποντικάκη